- μύρηξ
- (murex). Γένος θαλάσσιων γαστερόποδων της οικογένειας των μυρηκιδών της τάξης των μονωτοκαρδίων, που ονομάστηκαν έτσι επειδή η καρδιά τους έχει μία μόνο κοιλία. Ο σπλαγχνικός θύλακος του μ. περιέχεται σ’ ένα στροβιλοειδές όστρακο, εφοδιασμένο με διάφορες αιχμές, από το οποίο προβάλλουν το κεφάλι και το πόδι. Το στόμα είναι εφοδιασμένο με ξύστρο, που αποτελείται από τρία πλακίδια· η αναπνοή γίνεται μέσω ενός και μοναδικού βραγχίου που έχει σχήμα χτένας.
Ένας αδένας στο εσωτερικό τοίχωμα του μανδύα του μ. εκκρίνει ένα κιτρινωπό υγρό το οποίο, όταν εκτίθεται στο φως, παίρνει πορφυρό χρώμα. Την ουσία αυτή - την πορφύρα των αρχαίων - τη χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για τη βαφή υφασμάτων. Το είδος μ. ο κολοβός (murex brandaris), κοινό στη Μεσόγειο, μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 8 εκ.· το κρέας του είναι φαγώσιμο. Ο μ. είναι σαρκοφάγος και τρέφεται ιδιαίτερα με μύδια και άλλα οστρακώδη.
Ο μύρηξ περιέχεται σε ένα όστρακο, το οποίο είναι εφοδιασμένο με πολλές αιχμές και απαντάται στη Μεσόγειο.
* * *οζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων από τα οποία παράγεται η πορφύρα και στα οποία υπάγονται πολλά είδη τών θερμών και εύκρατων θαλασσών.
Dictionary of Greek. 2013.